βυρσεύς
English (LSJ)
έως, ὁ, later word for βυρσοδέψης, Artem. 4.56, Act.Ap.9.43, PFay.121.15 (ii A. D.); guild of βυρσεῖς at Thyatira, IGRom.4.1216.
German (Pape)
[Seite 468] ὁ, der Gerber; Aesop.; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσεύς: έως, ὁ, λέξις μεταγεν. ἀντὶ βυρσοδέψης, Ἀρτεμίδ. 4. 56, Πράξ. Ἀποστ. θ’, 43· ὑπῆρχεν ἑταιρεία ἢ σύνδεσμος τῶν βυρσέων ἐν Θυατείροις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3499· πρβλ. βαφεύς.