διερῶ

From LSJ
Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερῶ Medium diacritics: διερῶ Low diacritics: διερώ Capitals: ΔΙΕΡΩ
Transliteration A: dierō̂ Transliteration B: dierō Transliteration C: diero Beta Code: dierw=

English (LSJ)

serving as fut., διείρηκα as pf., of διαγορεύω (διεῖπον (q. v.), being aor.):—

   A say fully, distinctly, expressly, Pl.Lg.809e, etc.; διείρηκεν ὁ νόμος D.20.28, cf. 23.72:—Pass., aor. διερρήθην Pl.Lg.932e: pf. διείρημαι ib.813a, etc.; διειρημένον it having been expressly stated, D.17.28.

Greek (Liddell-Scott)

διερῶ: χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ διείρηκα ὡς πρκμ. τοῦ διαγορεύω (διεῖπον, ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, ὡρισμένως, ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ νόμος Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι αὐτόθι 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ διαταγή, ὁ αὐτ. 219. 23.