διετία
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ἡ,
A = διετηρίς, Ph.2.536, Act.Ap.24.27, 28.30; διετίᾳ Cleom.1.3, CIG5033 (Nubia), Inscr.Magn. 164.12, POxy.707.24 (ii A. D.), Theo Sm.p.136 H.; ἐκ διετίας βήσσοντα SIG1171.4 (Lebena).
Greek (Liddell-Scott)
διετία: ἡ, = διετηρίς, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 27, κη΄, 30· διετίᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5033.