ὑπερηδέως
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
German (Pape)
[Seite 1195] adv. von ὑπέρηδυς, überaus angenehm, gern; Xen. Cyr. 1, 6, 21; Sp.; auch ὑπερήδιστα, Luc. D. Mort. 9, 1.