στενωπή
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
Greek (Liddell-Scott)
στενωπή: ἡ, = στενωπός, «ἡ Σαμιακὴ λαύρα στενωπὴ ἦν παρὰ Σαμίοις, ἐν ᾗ τὰ πέμματα ἐπιπράσκετο» Παροιμιογρ. τ. Α΄, σελ. 332, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 106, ἀλλ’ ἴσως μεταγραπτέον στενωπὸς κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 16, σ. 66.