στενωπός

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενωπός Medium diacritics: στενωπός Low diacritics: στενωπός Capitals: ΣΤΕΝΩΠΟΣ
Transliteration A: stenōpós Transliteration B: stenōpos Transliteration C: stenopos Beta Code: stenwpo/s

English (LSJ)

Ion. and Ep. στεινωπός, όν, (στενός, ὀπή)
A narrow, στεινωπὸς ὁδός Il.7.143, 23.416; στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Hp.Vict.2.40; πόντος στεινωπός A.R.2.1191; στειν. παλάμαι Emp.2; ἐν οὕτω στενωπῷ = in so narrow a space, D.S.31.9 codd. Phot.
II mostly as substantive, στενωπός, (στενωπή, ἡ, Plu.Prov.1.61), narrow passage, strait, of the straits of Messina, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Od.12.234; στενωποῦ πλησίον θαλασσίου A.Pr.366; σ. ἁλός A.R.2.333, cf. 549 (so, of the Hellespont, σ. ὕδωρ Ἕλλης D.P.515); mountain-pass, defile, S.OT1399; lane, alley, Pherecr.108.4, Nicostr. Com.24, Thphr.Vent.29, D.S.12.10, Paus.5.15.2; στενωπὸς Ἅιδου = the narrow entrance to Hades, S.Fr.832; of the blood-vessels, Pl.Ti.70b.

German (Pape)

[Seite 936] mit enger Öffnung, eng; bes. mit und ohne ὁδός, auch ἡ στενωπή, s. Lob. Phryn. 106 u. vgl. στεινωπός, enger Weg, Engpaß; κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου, Meerenge, Aesch. Prom. 364, wie στενωπὸς ἐν τριπλαῖς ὁδοῖς Soph. O. R. 1399; vgl. Ap. Rh. 2, 333; Plat. Tim. 70 b; Arr. An. 6, 22; überh. enge Straße, Gasse; Stadtviertel; ein von Häusern eingeschlossener Raum, Luc. Nigr. 22; κώμας τοὺς στενωποὺς ἐκάλουν Hermogen. progymn 7; vgl. D. Sic. 12, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
étroit, resserré;
στενωπός (ὁδός) passage étroit, particul. :
1 rue étroite;
2 étroit sentier (à la rencontre de trois routes);
3 détroit, bras de mer.
Étymologie: στενός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στενωπός -όν ep. Ion. στεινωπός [στενός, ὀπή] met een nauwe opening: nauw. subst. ὁ στενωπός nauwe ruimte, engte: van een straat, steeg; zee-engte; bergpas.

Russian (Dvoretsky)

στενωπός:
I эп.-ион. στεινωπός 2 тесный, узкий (ὁδός Hom.).
II эп.-ион. στεινωπός ἡ, Luc. ὁ (sc. ὁδός) узкий проход, тесная тропинка, теснина Hom., Aesch., Soph., Plat., Diod.: οἱ στενωποί Luc. тесные переулки.

Greek (Liddell-Scott)

στενωπός: Ἰων. καὶ Ἐπικ. στεινωπός, όν· (στενός, ὤψ)· - ὁ φαινόμενος στενός, περιωρισμένος, δύσκολος, στενωπὸς ὁδὸς Ἰλ. Η. 143, Ψ. 416· στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Ἱππ. 355. 30· στειν. πόντος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1191· στειν. παλάμαι Ἐμπεδ. 36· ἐν οὕτω στενωπῷ, ἐν θέσει τοσοῦτον στενῇ, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 516. 45. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., στενωπὸς (ἐξυπακ. ὁδός), ἡ, στενὴ δίοδος, πέραμα, πορθμός, ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, στεινωπὸν ἐπλέομεν Ὀδ. Μ. 234· στενωποῦ πλησίον θαλασσίου Αἰσχύλ. Πρ. 364· στ. ἁλὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 333, πρβλ. 549· (οὕτως ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, στ. ὕδωρ Ἕλλης Διον. Π. 515)· στενὴ δίοδος μεταξὺ ὀρέων, «δερβένι», Σοφ. Ο. Τ. 1399, Ἀρρ. Ἀν. 6. 22, κτλ.· στενὴ ὁδός, δρομίσκος ἐν τῇ πόλει, Λατ. angiportus, Φερεκρ. ἐν “Μεταλλεῦσιν” 1. 4, Νικόστρ. ἐν «Συρ.» 1, Διόδ. 12. 10, Παυσ. 5. 15, 2· στ. Ἅιδου, ἡ στενὴ εἴσοδος τοῦ Ἅιδου, παρ’ Οὐεργιλ. fauces, Σοφ. Ἀποσπ. 716· ἐπὶ τῶν αἱματηφόρων ἀγγείων, Πλάτ. Τίμ. 70Β. Ὁ Λουκ. ἐν Νιγρ. 22 ἔχει ἀρσ.· καὶ στενωπὴ δὲ ὡσαύτως μνημονεύεται, ἴδε ἐν λέξ. ἀνωτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στενωπός, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν και -ή ΜΑ, και ιων. τ. στεινωπός Α
το θηλ. ως ουσ. η στενωπός
α) στενή δίοδος, στενό πέρασμα
β) στενός δρόμος, σοκάκι
γ) στενή διάβαση μεταξύ βουνών, κλεισούρα, δερβένι, τα στενά
νεοελλ.
κάπως στενός
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει στενή έξοδο, στενόποροςπόντος στεινωπός», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
1. ως ουσ. (για αιμοφόρα αγγεία) στενός πόρος
2. φρ. «στενωπὸς Ἅδου» — η στενή είσοδος του Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός / στεινός + -ωπός (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. στερωπός].

Greek Monotonic

στενωπός: Ιων. στειν-ωπός, -όν (στενός, ὤψ
I. αυτός που φαίνεται στενός, δυσχερής, περιορισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως ουσ., στενωπὸς (ενν. ὁδός), , στενό πέρασμα ή στενός δρόμος, στενό, στενάκι, σοκάκι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Middle Liddell

στεν-ωπός, Ionic στειν-ωπός, όν στενός, ὤψ]
I. narrow-looking, narrow, strait, confined, Il.
II. as substantive, στενωπός (sc. ὁδόσ), a narrow passage or way, strait, Od., etc.

English (Woodhouse)

defile, narrow sea passage, narrow strip of sea, narrow way, pass

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δύσκολος˙ ὡς οὐσ.= πέρασμα). Ἀπό τό στενός + ὤψ τοῦ ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη στενός.

Translations

narrow

Afrikaans: smal; Albanian: i ngushtë; Arabic: ضَيِّق‎; Egyptian Arabic: ضيق‎; Moroccan Arabic: مضيق‎, مضيقة‎; Armenian: նեղ; Aromanian: strãmtu, ngustu; Asturian: estrechu; Azerbaijani: dar; Bashkir: тар; Basque: estu; Belarusian: вузкі; Bikol Central: hayakpit; Bulgarian: тесен; Burmese: ကျဉ်း, ကျဉ်းကျပ်; Catalan: estret, estreta, angost; Chechen: готта; Cherokee: ᏯᏙᏟ; Chinese Cantonese: 窄; Mandarin: 窄; Crimean Tatar: tar; Czech: úzký; Danish: snæver, tæt, smal; Dutch: nauw, smal; Eshtehardi: تینگ‎; Esperanto: streta, mallarĝa, malvasta; Estonian: kitsas; Farefare: mika; Faroese: smalur, trongur, trongligur, snævur; Finnish: kapea; French: étroit; Friulian: stret; Gagauz: dar, дар; Galician: estreito, angosto, apertado; Georgian: ვიწრო; German: eng, begrenzt, schmal; Gothic: 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌿𐍃; Greek: στενός; Ancient Greek: ἀραιός, λαγαρός, ὀλίγος, πυκνός, στεινός, στεῖνος, στενός, στένος, στενόχωρος, στενωπός, ψυδνός, ψύθιος; Guaraní: po'i; Haitian Creole: jennen, jis; Hebrew: צר‎; Higaonon: malig-ut; Hindi: तंग; Hungarian: szűk, keskeny; Icelandic: þröngur; Indonesian: sempit; Ingush: готта; Irish: cúng, caol; Old Irish: cumung, cáel; Istriot: strento; Italian: stretto, angusto; Japanese: 狭い; Javanese: sesak; Kanakanabu: 'anuupica; Karachay-Balkar: тар; Karaim: tar; Kashubian: wąsczi; Kazakh: тар; Khakas: тар; Khmer: ចង្អៀត; Korean: 좁은, 좁다; Kurdish Central Kurdish: تەسک‎; Kumyk: тар; Kyrgyz: тар; Lao: ຄັບ; Latgalian: šaurs; Latin: angustus, artus; Latvian: šaurs; Limburgish: nej, smaal; Lithuanian: siauras; Macedonian: тесен; Maguindanao: magaget; Malay: sempit; Maltese: dojoq; Middle English: narwe; Mizo: zím; Mongolian: нарийн; Ngazidja Comorian: -samivu; Nogai: тар; Norman: êtrait; Norwegian Bokmål: smal, trang; Nynorsk: smal, trong; Occitan: estreit, estrech; Old Church Slavonic Cyrillic: ѫзъкъ; Glagolitic: ⱘⰸⱏⰽⱏ; Old East Slavic: узъкъ; Oromo: dhiphoo; Ossetian: нарӕг; Persian: تنگ‎; Plautdietsch: schmaul, enj; Polish: wąski, cienki; Portuguese: estreito, estreita; Quechua: kicki; Rapa Nui: rikiriki, vakavaka; Romanian: strâmt, îngust; Romansch: stretg; Russian: узкий, тесный; Rusyn: узкый; Sanskrit: अंहु; Sardinian: istrintu, strintu; Scottish Gaelic: caol, cumhang; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏зак, уски; Roman: ȕzak, uski; Sherpa: དོག་པུ; Shor: тар; Sicilian: strittu; Slovak: úzky; Slovene: ozek; Sorbian Lower Sorbian: wuski, huzki; Southern Altai: тар; Spanish: estrecho, angosto; Swedish: trång, smal, långsmal; Tabasaran: дар; Tajik: танг; Tamil: குறுகிய; Tatar: тыгыз,тар; Telugu: ఇరుకైన, సన్నని; Tetum: kloot; Thai: แคบ; Tibetan: དོག་པོ; Tofa: тар; Turkish: dar; Turkmen: dar; Tuvan: тар; Ukrainian: вузький, вузький; Urdu: تنگ‎; Uyghur: تار‎; Uzbek: tor; Venetian: streto, stret, strento, strent; Vietnamese: hẹp, chật hẹp, eo hẹp, chật; Walloon: stroet, stroete; Welsh: cul; West Frisian: smel; Western Bukidnon Manobo: meliɣet; Westrobothnian: snjev; Yakut: кыараҕас, синньигэс; Yiddish: ענג‎, שמאָל‎; Zazaki: teng; Zealandic: smal