μεταγραπτέον
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
English (LSJ)
A one must correct, alter, μ. τὸ χρόνον χρόνῳ Plu.2.1006d, cf. Gal.18(1).135.
II Adj. μεταγραπτέος, α, ον, = transcripticius, Glossaria.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de μεταγράφω.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγραπτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μεταγράφω, δεῖ μεταγράφειν, Πλούτ. 2, 1006D.
Russian (Dvoretsky)
μεταγραπτέον: adj. verb. к μεταγράφω.