θαμειός
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
German (Pape)
[Seite 1185] (θαμά), häufig, nahe an einander, dicht gedrängt, bei Hom. nur im tem. plur. nom. u. accus., αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί Il. 1, 52, ἐθείρας ' αμειάς 9, 383; 22, 316; θαμειαὶ σφενδόναι Archil. 50; Nic. Al. 594 hat den compar. θαμειότερος. Bei Hesych. wird θαμύντεραι, πυκνότεραι erkl.