καλλικόμας
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: καλλικόμας | Medium diacritics: καλλικόμας | Low diacritics: καλλικόμας | Capitals: ΚΑΛΛΙΚΟΜΑΣ |
Transliteration A: kallikómas | Transliteration B: kallikomas | Transliteration C: kallikomas | Beta Code: kalliko/mas |
ὁ, = sq.,
A πλόκαμος E.IA1080 (lyr.).
καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.