καταχαλκόω

From LSJ
Revision as of 10:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαλκόω Medium diacritics: καταχαλκόω Low diacritics: καταχαλκόω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΟΩ
Transliteration A: katachalkóō Transliteration B: katachalkoō Transliteration C: katachalkoo Beta Code: kataxalko/w

English (LSJ)

   A cover or point with bronze, τὰ κέρεα Hdt.6.50:—Pass., θυρώματα-κεχαλκωμένα χαλκῷ LXX 2 Ch.4.9.    II κ. τόπον θυρίσι block up with bronze doors, Heraclid. ap. Ath.12.521f; στοὰς ὅπλοις D.S.12.70.

Greek (Liddell-Scott)

καταχαλκόω: κατακαλύπτω, ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ κέρεα Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, κλείω μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.