κοσμοποιέω
English (LSJ)
A make the world, Ph. 1.5, Plu.2.719 d, 877 c (Pass.), Stoic.2.112 (ap.Alex.Aphr.Mixt.225.2), Iamb. in Nic.p.79 P. 2 frame a system or theory of the world, Arist.Metaph.1091a18, Cael.301a13; κ. ἕκαστον τῶν ἀστέρων assert them to be worlds, Placit.2.13.15. 3 bestow order upon, organize, τὴν ὕλην Dam.Pr.270.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοποιέω: μέλλ. -ήσω, ποιῶ, δημιουργῶ τὸν κόσμον, Πλούτ. 2. 719C, 877C. 2) ποιῶ σύστημα ἢ θεωρίαν τοῦ κόσμου, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 16, π. Οὐρ. 3. 2, 9, Πλούτ.· κ. τοὺς ἀστέρας, ἰσχυρίζομαι ὅτι οἱ ἀστέρες εἶναι κόσμοι, Πλούτ. 2. 888F.