Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
A v. ἔχω. σχονθύλλω, = τονθορύζω, Hsch. σχῦρ, ὁ, = χήρ, hedgehog, Id. σχῶ, σχῶμεν, σχών, v. ἔχω. σῶ, v. σάω, σήθω. σῷ, Att. contr. for σῶοι. σωάδδει, v. σῴζω.
σχόμενος: σχοῦ, ἴδε ἐν λ. ἔχω.