ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
παρστήετον: Ἐπικ. β΄ δυϊκὸν ὑποτ. ἀορ. β΄ τοῦ παρίστημι, Ὀδ. Σ. 183.
3ᵉ duel sbj. ao.2 poét. de παρίστημι.