ὁρμά

From LSJ
Revision as of 12:36, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

English (Slater)

ὁρμά
   1 jump, spring μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις. ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (ἐλαφρὰν ὁρμάν codd.: transp. Turyn: ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν πεντάθλων, οἶς σκάμματα σκάπτονται, ὅταν ἅλλωνται Σ.) (N. 5.20)] οιονορμᾶι [P. Oxy. 2450, fr. 7. 4.

English (Slater)

ὁρμά
   1 jump, spring μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις. ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (ἐλαφρὰν ὁρμάν codd.: transp. Turyn: ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν πεντάθλων, οἶς σκάμματα σκάπτονται, ὅταν ἅλλωνται Σ.) (N. 5.20)] οιονορμᾶι [P. Oxy. 2450, fr. 7. 4.