ἀγλαόκολπος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 16] Lesart einiger mss. Pind. N. 3, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόκολπος: ἀγλαόκαρνος, ἀγλαόκρανος, δ. γρ. ἀντὶ ἀγλαόκαρπος, Πινδ. Νεμ. 3, 56.
[Seite 16] Lesart einiger mss. Pind. N. 3, 56.
ἀγλαόκολπος: ἀγλαόκαρνος, ἀγλαόκρανος, δ. γρ. ἀντὶ ἀγλαόκαρπος, Πινδ. Νεμ. 3, 56.