ἀνδροδάμας

Revision as of 13:55, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

[δᾰ], αντος, ὁ, ἡ,

   A man-taming, φόβος, ῥιπὰ οῐνου, Pi.N.3.39, Fr.166; man-slaying, of Eriphyle, Id.N.9.16 (ubi al. ἀνδροδάμαν τ' pro-δάμαντ').    II arsenical pyrites, Ps.-Democr.Alch.p.45B.

German (Pape)

[Seite 218] αντος, Männer überwältigend, φόβος Pind. N. 3, 37; den Gatten tödtend, Ἐριφύλη 9, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροδάμας: [ᾰ] αντος, ὁ, ἡ, (δαμάω) ὁ καταδαμάζων τοὺς ἄνδρας, φόβος, οἶνος Πινδ. Ν. 3. 67· Ἀποσπ. 147· ἀνδροφόνος, περὶ τῆς Ἐριφύλης, ὁ αὐτ. Ν. 9. 37 (ἔνθα ἄλλοι «ἀνδροδάμαν τ’» ἀντὶ «-δάμαντ’»).

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ, ἡ)
1 qui dompte les hommes;
2 qui tue son époux.
Étymologie: ἀνήρ, δαμάω.

English (Slater)

ἀνδροδᾰμας
   a that conquers man φόβος ἀνδροδάμας (N. 3.39) ἀνδροδάμαντα δ' ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου (supp. Casaubon, Boeckh: ὀδαμαν codd. Athenaei) fr. 166. 1.
   b murdering her husband ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν (ἀνδρομάδαν τ v. l.: ἀνδροδάμαν δ coni. Schneidewin: ἡ γὰρ Ἐριφύλη τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα Ἀμφιάραον προὔδωκεν εἰς φόνον. Σ.) (N. 9.16)