ἀνδροδάμας

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροδάμας Medium diacritics: ἀνδροδάμας Low diacritics: ανδροδάμας Capitals: ΑΝΔΡΟΔΑΜΑΣ
Transliteration A: androdámas Transliteration B: androdamas Transliteration C: androdamas Beta Code: a)ndroda/mas

English (LSJ)

[δᾰ], αντος, ὁ, ἡ,
A man-taming, φόβος, ῥιπὰ οῐνου, Pi.N.3.39, Fr.166; man-slaying, of Eriphyle, Id.N.9.16 (ubi al. ἀνδροδάμαν τ' pro-δάμαντ').
II arsenical pyrites, Ps.-Democr.Alch.p.45B.

Spanish (DGE)

-αντος
I 1que somete, encadena a los hombres φόβος ἀνδροδάμας Pi.N.3.39, ἀνδροδάμαντα ... ῥιπὰν ... οἴνου Pi.Fr.166.
2 que mata, destruye ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν Pi.N.9.16.
II 1pirita Ps.Democr.p.45.
2 marcasita plateada Plin.HN 36.146, 37.144.

German (Pape)

[Seite 218] αντος, Männer überwältigend, φόβος Pind. N. 3, 37; den Gatten tödtend, Ἐριφύλη 9, 16.

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ, ἡ)
1 qui dompte les hommes;
2 qui tue son époux.
Étymologie: ἀνήρ, δαμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροδάμας: αντος adj.
1 укрощающий мужей (φόβος, οἶνος Pind.);
2 умертвившая (своего) супруга (Ἐριφύλη Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροδάμας: [ᾰ] αντος, ὁ, ἡ, (δαμάω) ὁ καταδαμάζων τοὺς ἄνδρας, φόβος, οἶνος Πινδ. Ν. 3. 67· Ἀποσπ. 147· ἀνδροφόνος, περὶ τῆς Ἐριφύλης, ὁ αὐτ. Ν. 9. 37 (ἔνθα ἄλλοι «ἀνδροδάμαν τ’» ἀντὶ «-δάμαντ’»).

English (Slater)

ἀνδροδᾰμας
   a that conquers man φόβος ἀνδροδάμας (N. 3.39) ἀνδροδάμαντα δ' ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου (supp. Casaubon, Boeckh: ὀδαμαν codd. Athenaei) fr. 166. 1.
   b murdering her husband ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν (ἀνδρομάδαν τ v.l.: ἀνδροδάμαν δ coni. Schneidewin: ἡ γὰρ Ἐριφύλη τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα Ἀμφιάραον προὔδωκεν εἰς φόνον. Σ.) (N. 9.16)

Greek Monolingual

ἀνδροδάμας, ο, η, (Α)
1. εκείνος που καταδαμάζει τους άνδρες
2. ανδροφόνος, αντροφονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -δάμας < δάμνημι «δαμάζω»].

Greek Monotonic

ἀνδροδάμας: [ᾰ], -αντος, ὁ, ἡ (ἀνήρ, δαμάζω), αυτός που δαμάζει τους άνδρες, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ἀνήρ, δαμάζω
man-taming, Pind.