ἀβελτερία
English (LSJ)
ἡ,
A silliness, fatuity, Pl.Tht.174c, Smp.198d, D.19.98, Arist.Pol.1315a3, etc.; ἀ. καὶ νωθρότης Id.Rh.1390b30; pl., Phld. Lib.p.41O.
German (Pape)
[Seite 2] ἡ, Thorheit, Einfalt, ὑπ' ἀβελτερίας ᾤμην δεῖν τἀληθῆ λέγειν Plat. Conv. 198 d; mit νωθρότης verb. Arist. rhet. 2, 17; ὥστ' εἰ ταῦθ' ὑπ' ἀβ. ἢ δι' εὐήθειαν ἢ δι' ἄλλην ἄγνοιαν ἡντινοῦν πέπρακται Dem. 19, 98; πολλῆς ἀβελτερίας ἐστίν Aesch. 1, 71. Sehr oft bei Plut., z. B. Poplic. 3, die erheuchelte Einfalt des Brutus, und in Vbdg mit ἀμαθία und ähnlichen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβελτερία: ἡ, εὐήθεια, μωρία, ἀνοησία, νωθρότης, Πλάτ. Θεαίτ. 174. C, Συμπ. 198 D, κλπ. (ὁ ἐσφαλμένος τύπος ἀβελτηρία κοινὸς ἐν μεταγ. χειρογράφ. ἀφείθη ἀδιόρθωτος ὑπὸ Βέκκ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11. 26).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sottise, ignorance.
Étymologie: ἀβέλτερος.