ἀβροχία
English (LSJ)
ἡ,
A want of rain, drought, Men.Eph. ap. J.AJ8.13.2, Heph.Astr.1.23, S.E.M.9.203. 2 in Egypt. failure of the inundation of the Nile, OGI56.15 (pl., iii B.C.), cf. CPHerm.119 ii 22 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 5] ἡ, Regenmangel, Ios. Ant. 8, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβροχία: ἡ (ἄβροχος) ἔλλειψις βροχῆς, αὐχμός, ξηρασία. Μένανδρ. παρ. Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰουδ. 8, 13, 2. Σιβυλλ. Χρησ. 3. 540. Πρβ. Λοβ. Φρύνιχ. 291.