ἄγρυκτος
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
ον, (ἀ- priv., γρύζω)
A not to be spoken of, ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.157. ἀγρυξία, ἡ, dead silence, Pi.Fr.229.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγρυκτος: -ον, (α στερητ., γρῦ) ἄρρητος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ οὐδὲ γρῦ, ἄγρυκτα παθεῖν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20· - ἐντεῦθεν ἀγρυξία, ἡ· ἄκρα σιγή. Πινδ. Ἀποσπ. 253.