ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
ἀδῄωτος: -ον, ὁ μὴ πορθηθείς, μὴ ἐρημωθείς, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1. 5.
ος, ον :non dévasté, non ravagé.Étymologie: ἀ, δῃόω.