δῃόω
τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
English (Autenrieth)
(δήιος), opt. 3 pl. δηιόῳεν, pass. ipf. 3 pl. δηιόωντο: slay, cut down, destroy; with acc., and often also dat. instr., ἔγχεϊ, χαλκῷ, etc.; ἔγχεϊ δηιόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, ‘battling,’ Il. 18.195.
see δηιόω.
Spanish (DGE)
δῃόω
• Alolema(s): poét. y jón. δηϊόω Il.17.566, Od.4.226, Sol.1.21, Hdt.7.133; δᾳόω Pi.N.1.66, IG 13.1353.2 (V a.C.)
• Prosodia: [Hom. usa formas contr. en δῃ- cuando tras la -ι- hay sílaba larga]
• Morfología: [ép. pres. opt. 3a plu. δηϊόῳεν Od.l.c., part. c. diéct. δηϊόων Il.17.566, A.R.4.489; ép. impf. δῄουν Il.11.71, v. pas. c. diéct. 3a plu. δηϊόωντο Il.13.675; aor. opt. 3a plu. δῃώσειαν A.R.1.244]
I c. ac. de pers. y anim.
1 matar, masacrar, exterminar Ἕκτορα Il.22.218, Τρῶας Il.4.416, cf. Lyc.986, ἐλπόμενος Διὸς υἱὸν χαλκῷ ... δῃώσειν Hes.Sc.67, δᾳώσας ἑπτὰ μ<ὲ>ν ἄνδρας IG l.c., cf. Od.l.c., Q.S.1.94, Λίγυν στρατόν A.Fr.199.9 (cód.), δῃώσας σακέεσσιν Ἰσαυρίδος ἔθνεα γαίης AP 2.406 (Christod.), un león a una res Il.17.65, fig. Eros a un mortal AP 5.10 (Alc.Mess.)
•tb. en v. med. ἄχρι καμόντες εἷς ἕνα δῃώσωνται Q.S.2.654, cf. 5.567, κήτεα μὲν τοίοισιν ἐδῃώσαντο πόνοισιν Opp.H.5.350
•abs. causar bajas, hacer una matanza, Il.11.71, οὐδ' ἀπολήγει χαλκῷ δηϊόων Il.17.566, ἔγχει δηϊόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος = haciendo una matanza con su lanza en torno al cadáver de Patroclo, Il.18.195
•en v. pas. ser asesinado, morir, perecer a manos de alguien θάνον ... Κικόνων ὕπο δῃωθέντες Od.9.66, δηιόωντο λαοί Il.13.675, cf. A.R.1.81, 4.1044, Q.S.2.15.
2 c. dat. de dioses sacrificar, inmolar ἐμοὶ μενέαινον ὄλεθρον, ὄφρά με δῃώσωσι ... δαίμοσιν εἰναλίοις deseaban mi muerte, para sacrificarme a los dioses del mar Q.S.12.381.
3 mutilar en v. pas. Οὐρανὸς ... ὑπαὶ παλάμῃσι Κρόνοιο δῃωθείς Urano, mutilado a manos de Crono Orph.L.647.
II c. ac. de cosa
1 gener. desgarrar, destruir, destrozar βοείας ἀσπίδας Il.5.452, διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἄφυσσε δῃώσας y el bronce le vació las vísceras al desgarrarlas, Il.14.518, ἄνεμος ... δηιώσας καλὰ ἔργα Sol.l.c., cf. Lyc.383, I.AI 5.210, Luc.Gall.21, en v. pas. c. ac. de rel. τὸν πώγωνα δεδῃωμένος que tiene la barba arrancada Luc.DMort.20.11
•fig. δ. μόρον = acabar con el destino, e.e. matar, Pi.l.c.
2 en cont. bélico c. ac. de reg., ciu., etc. arrasar, saquear, devastar Θήβης ἄστυ δῃώσειν πυρί S.OC 1319, cf. Nonn.D.28.87, τῆς Ἀττικῆς τὰ παραθαλάσσια Hdt.5.89, cf. 8.33, Th.1.65, 114, τὴν νῆσον Hdt.6.135, cf. Hp.Ep.8, τὴν γῆν Th.1.81, Plb.2.32.4, cf. X.Cyr.3.3.18, Mem.3.5.4, A.R.1.614, I.BI 1.51, Q.S.14.3, χώραν Th.1.96, Ar.Lys.1146, X.HG 1.2.2, D.59.100, Hp.Or.Thess.408, D.S.11.13, Plu.Per.33, Sopat.Tract.193.14, 240.10, δόμους A.R.1.244, en v. pas. ἡ χώρη καὶ ἡ πόλις ἐδηιώθη Hdt.7.133, cf. Th.2.54, X.An.5.5.7, Lyc.251, Plb.2.64.6, D.S.12.61, I.BI 7.143, D.C.53.29.2, Luc.Par.40, App.Hann.16, Eus.Is.6.11 (p.43), Eun.VS 475.
Mantoulidis Etymological
-ῶ αντί δηϊόω (=καταστρέφω, λεηλατῶ). Ἀπό ἀρχική ρίζα δαϝ-. Τό ρῆμα παράγεται ἀπό τό ἐπίθετο δήϊος ἀντί δάϊος πού παράγεται ἀπό τό ρῆμα δαίω (=καίω).
Παράγωγα: δῄωσις, ἀδῄωτος (=ἀλεηλάτητος).
French (Bailly abrégé)
v. δηϊόω.
German (Pape)
zsgzg. aus δηϊόω.
Russian (Dvoretsky)
δῃόω: стяж. к δηϊόω.
Greek (Liddell-Scott)
δῃόω: συνῃρ. ἀντὶ τοῦ δηϊόω.
Greek Monotonic
δῃόω: συνηρ. αντί δηϊόω.