ἀπελάτης

From LSJ
Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελάτης Medium diacritics: ἀπελάτης Low diacritics: απελάτης Capitals: ΑΠΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: apelátēs Transliteration B: apelatēs Transliteration C: apelatis Beta Code: a)pela/ths

English (LSJ)

[λᾰ], ου, δ,

   A driver away, cattle-lifter, Ptol.Tetr.180, Just. Nov.22.15.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελάτης: -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «ἀπελάτης κυρίως λέγεται ὅστις θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου.