αἱμηπότης
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὁ, Ion. for αἱμοπότης, A.D.Adv.189.10.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμηπότης: ὁ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ αἱμοπότης, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 602.