αἱμορροώδης
From LSJ
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
English (LSJ)
ες,
A = αἱμορραγώδης, Hp.Coac.306.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμορροώδης: -ες, (εἶδος) = αἱμορραγώδης, Ἱππ. Κωακ. 168.