Γαμηλιών
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
Γαμηλιών: -ῶνος, ὁ, ὁ ἕβδομος μὴν τοῦ Ἀττικοῦ ἔτους (ἀπὸ 15 Ἰανουαρ. μέχρι 15 Φεβρουαρ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 11, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 1, 2 · (ἐκ τοῦ γαμέω, ἐπειδὴ ἦτο ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐγίνοντο οἱ γάμοι · ― κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἐκαλεῖτο Ληναιών).
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
Gamèlion (litt. mois des mariages), 7ᵉ mois attique (fin janvier - début février).
Étymologie: γαμήλιος.