βοωνία
From LSJ
Τί γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ἕλκος μεῖζον ἢ φίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?
English (LSJ)
ἡ,
A purchase of oxen, IG2.741a8. II βοωνία· αὔλιος θύρα (Cret.), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
βοωνία: ἡ, ἀγορὰ βοῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 157. 10· βοώνητος, ον, ὁ ἀγορασθεὶς δι᾽ ἑνὸς βοός, Ἡσύχ.· τὰ βοώνητα, ὄνομα μέρους τινὸς ἐν Σπάρτη, Παυσ. 3. 12, 1.