δίφροντις

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ,

   A divided in mind, doubting, A.Ch.196.

German (Pape)

[Seite 645] ιδος, von doppelter Sorge gequält, zweifelhaft, Aesch. Ch. 194.

Greek (Liddell-Scott)

δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, δίγνωμος, ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. ἡμέρα), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
partagé entre deux préoccupations, irrésolu.
Étymologie: δίς, φρόντις.