αὐτομήτωρ
English (LSJ)
ορος, ἡ,
A very mother herself, or her mother's very child, dub. in Semon.7.12.
German (Pape)
[Seite 399] ορος, ἡ, die leibhafte Mutter selbst, Simon. mul. vs. 12.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτομήτωρ: -ορος, ἡ, αὐτὴ ἡ μήτηρ ἀπαράλλακτος, ἀκριβῶς ὡς ἡ μήτηρ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7 [8]. 12· ― ὁ τύπος αὐτομήτηρ, ερος εἶναι ἀντίθετος τῇ ἀναλογίᾳ, Λοβ. Φρύν. 659.