ἀμίαντος

Revision as of 14:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

ον,

   A undefiled, pure, ὕδωρ Thgn.447; φάος Pi.Fr.142; αἰθήρ B.3.86; A.Pers.578 calls the sea ἡ ἀμίαντος; ἀ. τοῦ ἀνοσίου πέρι free from stain of ungodliness, Pl.Lg.777d; περὶ τῶν ὁσιωτάτων Epicur.Nat.15.34; γάμοι οἱ ἀ. Epigr.Gr.204.13 (Cnidos), cf. Ep.Hebr. 13.4; τόπος LXX 2 Ma.15.34; κληρονομία 1 Ep.Pet.1.4.    2 not to be defiled, D.H.2.75.    II ὁ ἀ. λίθος asbestos, Arist.Fr.495, Dsc. 5.138, Plin.HN36.139.

German (Pape)

[Seite 124] unbefleckt, rein, φάος Pind. frg. 106; ὕδωρ Theogn. 447; ἡ ἀμ., das nicht zu befleckende, heilige Meer, Aesch. Pers.- 570; περὶ τοῦ ἀνοσίου in Beziehung auf, Plat. Legg. VI, 777 e; Plut. Num. 9 Pericl. 39; – ὁ ἀμ., der Amiant, Asbest, ein grünlicher Stein, der sich in Fäden spinnen läßt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμίαντος: -ον, ὁ μὴ μιανθείς, ἁγνός, καθαρός, ὕδωρ Θέογν. 447· φάος Πινδ. Ἀποσπ. 106. Ὁ Αἰσχύλ. ἐν Πέρσ. 578 καλεῖ τὴν θάλασσαν ἁπλῶςἀμίαντος: - ἀμ. τοῦ ἀνοσίου πέρι, μὴ μεμιασμένος ἐκ τῆς κηλῖδος τῆς ἀσεβείας, Πλάτ. Νόμ. 777Ε· γάμοι οἱ ἀμ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 204. 13. 2) ὁ μὴ μιαινόμενος, Διον. Ἁλ. 2.75. II. ὁ ἀμ. λίθος, λίθος ὑποπράσινος, ὅμοιος ἀσβέστῳ, Διοσκ. 5. 156.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans souillure, pur : ἡ ἀμίαντος la mer (l’eau lustrale par excellence, qui enlève les souillures et ne peut être souillée).
Étymologie: ἀ, μιαίνω.

English (Slater)

ᾰμῐαντος
   1 pure, unblemished ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2.