παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
γλαυκόχρως 1 grey-coloured, silver-grey cf. Leumann, Hom. Wörter, 152. γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) cf. Bacch. 11. 29.