ἐκλείχω

Revision as of 10:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A lick up, of taking honey, Hp.Acut.56, cf.Ph.1.458,527: —Pass., to be taken as an ἐκλεικτόν, Dsc.1.72,2.158.

German (Pape)

[Seite 767] aus-, auflecken, LXX., Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλείχω: λείχω ἔκ τινος, ἀπολείχω, ἐσθίω λείχων τι, εἰ ὁκόσον μέλι ἐκλείχοι Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 393· κατατρώγω, καταβιβρώσκω, «νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ἡμῶν, ὡσεὶ ἐκλείξαι ὁ μόσχος τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου» Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 4): - Παθ. λαμβάνομαι ὡς ἐκλεικτόν, ἐκλειχομένη κυάθου πλῆθος μετὰ μέλιτος Διοσκ. 1. 94., 3, 44.