αἰνετέον
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
Greek (Liddell-Scott)
αἰνετέον: ῥηματ. ἐπίθ. = πρέπει τις νὰ αἰνῇ, Συνέσ., Ἰατρ.· πρβλ. ἐπαινετέον.
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
αἰνετέον: ῥηματ. ἐπίθ. = πρέπει τις νὰ αἰνῇ, Συνέσ., Ἰατρ.· πρβλ. ἐπαινετέον.