αἰθής
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ές,
A burning: αἰ. πέπλος the robe of Nessus, prov. of those who stir up στάσις, Cratin.88, cf. Zen. 1.33. (Perh. rather αἰθῆς, contr. for -ήεις.)
Greek (Liddell-Scott)
αἰθής: -ές, καίων, φλέγων· αἰθὴς πέπλος, ὁ χιτὼν τοῦ Ἡρακλέους, ἐντεῦθεν καὶ παροιμ. ἐπὶ δημαγωγοῦ, Παροιμιογρ., πρβλ. Meineke Κρατῖν. ἐν «Κλεοβουλίναις.» 4.