ὁ, Lat.
A acipenser, sturgeon, Apionap.Ath.7.294f.
ἀκκιπήσιος: ὁ, Λατ. acipenser, ἰχθὺς περιζήτητος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις καὶ λίαν δαπανηρός, εἶδος ὀξυρρύγχου, «ξυρρύχι», Ἀθ. 294F.