στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
[Seite 92] τό, Hähnchen, Ephipp. Ath. VIII, 359 b.
ἀλεκτρυόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀλεκτρυών, Ἔφιππος ἐν «Ὀβελιαφόροις» 1. 8.