Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
̆αμυκλαῑος 1 of Amyklai Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μίμεο (-αᾰαν Bergk.) *fr. 107a. 2.*