ἀπιθύνω

Revision as of 10:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A = ἀπευθύνω, of setting bones, in pf. Pass., Hp.Fract.7; of drawing lines, AP6.67 (Jul. Aegypt.); ἀ. τῆς ὄψιος τὰ διάστροφα Aret.CA1.5.

German (Pape)

[Seite 291] = ἀπευθύνω, lenken, μόλιβος πορείας ἀπιθύνων Iul. Aeg. 10 (VI, 67).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπῑθύνω: ἀπευθύνω ἐπὶ κατεαγότων ὀστέων, βάλλω εἰς τὴν θέσιν του, τοποθετῶ καλῶς, ὅτι ἱκανῶς τὰ ὀστέα ἀπίθυνται Ἱππ. π. Ἀγμ. 756, ἐν τῇ ἀρχῇ· ἐπὶ γραμμῶν, σύρω, ἀκλινέαις γραφίδεσσιν ἀπιθύνοντα πορείας... τόνδε μόλυβδον Ἀνθ. Π. 6. 67.