ἀποκάθημαι

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (Ion. for -κάθηνται) Hdt.4.66; ἐν τῷ τεύχει Arist.HA625a26; ἐν τῷ γυμνασίῳ SIG 739.7 (Delph., i B.C.); ἀποκαθημένη, = αἱμορροοῦσα, LXXLe.20.18, al., cf. Ph.1.578; θεαταὶ ἀ. τῶν κινδύνων J.BJ4.6.2.    II sit idle, Ael. VH6.12.

German (Pape)

[Seite 305] abgesondert dasitzen, Arist. H. A. 9, 40; in ion. Form ἀποκατέαται Her. 4, 66. Bei Poll. 3, 123 wie ἀποκαθίζεσθαι, müßig dasitzen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάθημαι: παθ., κάθημαι χωριστά, μακράν, ἠτιμωμένοι ἀποκατέαται (Ἰων. ἀντὶ ἀποκάθηνται) Ἡρόδ. 4. 66· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26· ἀποκαθημένη = αἱμορροοῦσα, Ἑβδ. (Λευϊτ. κ΄, 18, κ. ἀλλ.). ΙΙ. κάθημαι ἀργός, μηδὲν πράττων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26, Αἰλ. Π. Ἱ. 6. 12.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’asseoir à l’écart.
Étymologie: ἀπό, κάθημαι.