ἀπέλλα
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέλλα: ἡ, ἐκκλησία, συνέλευσις, ἔδοξε τῷ δάμῳ ἐν ταῖς μεγάλαις ἀπέλλαις [Ι] Ἐπιγρ. Λακ. Μ. 5021 = Le B. - F. 243a21 M. 514 = Le B. - F. 24241· Πρβλ. Ἡσύχ. «ἀπέλλαι· σηκοί, ἐκκλησίαι· ἀρχαιρεσίαι» Ἡσύχ. - Αἱ ἀνωτέρω ἐπιγραφαὶ εἶναι ἐκ Γυθείου.