ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread
[Seite 318] entjungfern; pass., aufhören Jungfrau zu sein, heirathen, Hippocr.
ἀποπαρθενεύω: ἀποστερῶ τῆς παρθενίας, διακορεύω, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. 10˙ καὶ ἀποπαρθενόω, Ἑβδ. (Σειρὰχ κ΄, 3).