βοῦνις

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A hilly, Ἀπίαν βοῦνιν A.Supp.117 (lyr.); voc. ἰὼ γᾶ βοῦνι, πάνδικον σέβας (prob. for βουνῖτι ἔνδικον) ib.776 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 458] ιδος, ἡ, hügelig, γῆ Aesch. Suppl. 117. 128.

Greek (Liddell-Scott)

βοῦνις: -ιδος, ἡ, βουνώδης, Ἀπίαν βοῦνιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117˙ κλητ., ἰὼ γᾱ βοῦνι, πάνδικον σέβας (ὡς ὁ Paley ἀντὶ βουνῖτι ἔνδικον) αὐτόθι 776.

French (Bailly abrégé)

seul. voc. βοῦνι et acc. βοῦνιν;
adj. f.
couvert ou accidenté de collines.
Étymologie: βουνός.