σέβας

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέβας Medium diacritics: σέβας Low diacritics: σέβας Capitals: ΣΕΒΑΣ
Transliteration A: sébas Transliteration B: sebas Transliteration C: sevas Beta Code: se/bas

English (LSJ)

τό, only nom., acc., and voc. sg.; pl.
A σέβη A. Supp.755, as if from σέβος, τό: (σέβομαι):—reverential awe, which prevents one from doing something disgraceful (cf. σέβομαι), σέβας δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Πάτροκλον Τρῳῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι Il.18.178; αἰδώς τε σέβας τε h.Cer.190; also awe with a notion of wonder, σέβας μ' ἔχει εἰσορόωντα Od.3.123, 4.75, cf. 142, etc.: generally, reverence, worship, honour, σέβας ἀφίσταται A.Ch.54 (lyr.); σέβας τὸ πρὸς θεῶν Id.Supp.396 (lyr.): c. gen. objecti, Διὸς σέβας reverence for him, Id.Ch.645 (lyr.): c. gen. subjecti, πάγος ἄρειος, ἐν δὲ τῷ σέβας ἀστῶν Id.Eu.690; so εἰ. περ ἴσχει Ζεὺς ἔτ' ἐξ ἐμοῦ σέβας S.Ant.304.
II after Hom., the object of reverential awe, holiness, majesty, σέβας Τροΐας Sapph.Supp.5.9; δαιμόνων σέβας A.Supp. 85 (lyr.); γᾶ, πάνδικον σέβας ib.776 (lyr.); θεῶν σέβη ib.755, cf. E.Med. 752; Ἥλιε,.. Θρῃξὶ πρέσβιστον σέβας (as Bothe and Lob. for σέλας) S.Fr.582; σέβας ἐμπόρων, of a funeral mound serving as a landmark, E.Alc.999 (lyr.): hence periphrasis of reverend persons, ὦ μητρὸς ἐμῆς σέβας A.Pr.1091 (anap.); σέβας κηρύκων, of Hermes, Id.Ag.515; σέβας ὦ δέσποτ' Id.Ch.157 (lyr.), cf. E.IA633; Πειθοῦς σέβας A.Eu.885; τοκέων σέβας ib.546 (lyr.); Ζηνὸς σέβας S.Ph.1289; of things, σέβας μηρῶν A.Fr.135; χειρός E.Hipp. 335; σέβας ἀρρήτων ἱερῶν Ar.Nu.302.
2 object of awestruck wonder, σέβας πᾶσιν ἰδέσθαι h.Cer.10: πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας, of Orestes, S.El.685; of the arms of Achilles, Id.Ph.402 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 867] τό, fast nur im nom., accus. u. voc. sing. gebr., ehrfurchtsvolle, staunende Scheu; bes. – a) die Scheu vor der Gottheit, od. die Schaam vor Menschen, wenn man etwas Unrechtes zu thun im Begriff ist, wogegen das eigene Gefühl sich auflehnt, σέβας δέ σε θυμὸν ἱκέσθω, Πάτροκλον κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι, Il. 18, 178; dah. Ehrfurcht u. Schaamgefühl, αἰδώς τε σέβας τε, H. h. Cer. 190; u. so oft Tragg.: τὸ πᾶν Διὸς σέβας παρεκβάντες, Aesch. Ch. 635; τοκέων σέβας εὖ προτίων, die Ehrfurcht vor den Eltern, Eum. 516; vgl. τὸ γὰρ τεκόντων σέβας τρίτον τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται, Suppl. 688; plur., θεῶν σέβη δείσαντες, 755; εἴπερ ἴσχει Ζεὺς ἔτ' ἐξ ἐμοῦ σέβας, Soph. Ant. 304; σέβας ἀῤῥήτων ἱερῶν, Ar. Nubb. 302. – b) die Scheu, welche den Menschen bei einem unerwarteten, überraschenden Anblick ergreift, Staunen, Bewunderung, σέβας μ' ἔχει εἰσορόωντα, Od. 3, 123. 4, 75. 142; εἰσῆλθε λαμπρός, πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας, Soph. El. 675. – c) der Gegenstand der Verehrung, Ἑρμῆν, φίλον κήρυκα, κηρύκων σέβας, Aesch. Ag. 501, vgl. Prom. 1093 Ch. 154; ἀπώμοσ' ἁγνοῦ Ζηνὸς ὕψιστον σέβας, Soph. Phil. 1273; ὦ σέβας ἐμοὶ μέγιστον, Eur. I. A. 633, u. oft, als Umschreibung der verehrten Person; auch sp. D., wie Theocr. 24, 76.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. aux deux formes σέβας (nom., voc., acc. sg.) et σέβη (nom. acc. pl.);
I. dans Hom., etc. crainte religieuse, crainte mêlée de respect ; crainte, pudeur : ἔσχειν σέβας ἔκ τινος SOPH obtenir du respect de qqn ; θεῶν σέβας (c. θεοὶ σεβαστοί) SOPH dieux vénérables;
II. après Hom;
1 ce qui inspire le respect, objet de respect ; sainteté, majesté : ὦ μητρὸς ἐμᾶς σέβας ESCHL ô mère sainte ! σέβας χειρὸς τὸ σόν EUR une chose aussi sacrée que ta main suppliante;
2 objet de crainte, de respect ou d'admiration;
3 marque d'honneur.
Étymologie: R. Σεβ, honorer ; v. σέβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σέβας, τό [σέβω] plur. σέβη ontzag, schroom, eerbied:; σέβας μ’ ἔχει εἰσορόωντα ontzag bevangt mij bij uw aanblik Od. 3.123; met gen. obj..; τὸ τεκόντων σέβας het respect voor degenen die ons hebben voortgebracht Aeschl. Suppl. 707; met gen. subj.. σέβας ἀστῶν het respect van de stedelingen Aeschl. Eum. 690. voorwerp van ontzag, majesteit:; τὸ πᾶν Διὸς σέβας de hele majesteit van Zeus Aeschl. Ch. 644 (lyr.); πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας voorwerp van bewondering voor alle mensen daar Soph. El. 685; ter omschrijving van persoon. ὦ μητρὸς ἐμῆς σέβας mijn vereerde moeder! Aeschl. PV 1091.

Russian (Dvoretsky)

σέβᾰς: τό (только nom., acc. и voc. sing. и nom. и acc. pl. σέβη)
1 благоговейный страх, благоговение (σέβας δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Hom.; αἰδώς τε σέβας τε HH): σέβας τὸ πρὸς θεῶν Aesch. благоговейное почитание богов; Διὸς σέβας Aesch. благоговение перед Зевсом; σέβας ἀστῶν Aesch. благоговение граждан;
2 почтительное изумление: σέβας μ᾽ ἔχει εἰσορόωντα Hom. я смотрю с изумлением;
3 предмет благоговейного почитания, святыня (Ἑρμῆς κηρύκων σέβας Aesch.; ὦ σέβας ἐμοὶ μέγιστον, Ἀγαμέμνων! Eur.): τύμβος, σέβας ἐμπόρων Eur. гробница, чтимая путниками, μητρὸς σέβας Aesch. священная матерь (земля); θεῶν σέβας Soph. святые боги;
4 предмет изумления или восторга (σέβας πᾶσιν ἰδέσθαι HH).

English (Autenrieth)

awe, reverence, dread; thenastonishment,’ ‘wonder,’ Od. 3.123, Od. 4.75.

Greek Monolingual

το, πληθ. σέβη, ΝΑ
σεβασμός, βαθιά υπόληψη (α. «έτρεφε μεγάλο σέβας προς τους γονείς του» β. «σέβας τὸ πρὸ θεῶν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. «τα σέβη μου»
(ως χαιρετισμός σε πρόσωπο άξιο σε βασμού) τα προσκυνήματά μου, τους με ιδιάζουσα εκτίμηση χαιρετισμούς μου («τα σέβη μου στη σύζυγό σας»)
αρχ.
1. αίσθημα φόβου και σεβασμού που εμποδίζει κάποιον να κάνει κάτι αισχρό («αἰδώς τε σέβας τε», Υμν. Δήμ.)
2. θαυμασμός, έκπληξη, συστολή που καταλαμβάνει κάποιον μπροστά σε ένα απροσδόκητο θέαμασέβας μ' ἔχει εἰσορόωντα», Ομ. Οδ.)
3. καθετί που προκαλεί σεβασμό, η μεγαλοπρέπεια, το μεγαλείο («θεῶν σέβη», Αισχύλ.)
4. καθετί που προκαλεί θαυμασμό («πᾱσι τοῖς ἐκεῖ σέβας», Σοφ.)
5. (σε συνεκφορά με λέξη που δηλώνει συν. πρόσωπο) σεβαστός («ὦ μητρὸς ἐμῆς σέβας» — σεβαστή μου μητέρα, Αισχύλ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «σέβας
τιμή, θαῡμα, θάμβος, ἔκπληξις, αἰδώς»
7. φρ. «σέβας ἐμπόρων» — λόφος που είχε ανεγερθεί προς τιμήν νεκρού και χρησίμευε ως σημείο ένδειξης της οδού ή της χώρας (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεβ- του σέβομαι + κατάλ. -ας τών ουδ. αρχαϊκού τύπου σε -ας (πρβλ. γέρας, κέρας)].

Greek Monotonic

σέβας: τό, μόνο με ονομ., αιτ. και κλητ. ενικ. (σέβομαι),
I. φόβος μαζί με σεβασμό, συναίσθημα φόβου, συστολή, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, δέος, λατρεία, θαυμασμός, σε Τραγ.· με γεν. αντικ., Διὸς σέβας, σεβασμός, ευλάβεια προς τον Δία, σε Αισχύλ.
II. 1. αντικείμενο ιερού φόβου, αντικείμενο σεβασμού, αγιότητα, μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, σε Ευρ.· περιφρ. λέγεται για πρόσωπα, σέβας κηρύκων, δηλ. ο Ερμής, σε Αισχύλ.
2. αντικείμενο θαυμασμού, θαυμασμός, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.· τιμή που αποδίδεται σε κάποιον, όπως τα όπλα του Αχιλλέα στον Οδυσσέα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σέβας: τό, εἶναι ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ., αἰτ. καὶ κλητ. τοῦ ἑνικοῦ· πληθ. σέβη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 755, ὥσπερ ἐξ ὀνομαστ. σέβος· (σέβομαι)· - φόβος μετὰ σεβασμοῦ, αἴσθημα φόβου καὶ σεβασμοῦ ὅπερ ἐγείρεται εἰς τὴν καρδίαν τινὸς καὶ παρακωλύει αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι αἰσχρὸν (πρβλ. σέβομαι), σέβας δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Πάτροκλον Τρωῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι Ἰλ. Σ 178· αἰδώς τε σέβας τε, ἡνωμένα, Ὁμ. ὕμν. εἰς Δήμ. 190· ὡσαύτως, σεβασμὸς μετά τινος ἐννοίας θαυμασμοῦ, σέβας μ’ ἔχει εἰσορώοντα Ὀδ. Γ. 123, Δ. 75, 142, κτλ.· - καθόλου, σεβασμός, τιμὴ μεγάλη, προσκύνησις, συχν. παρὰ τοῖς Τραγ.· σέβας ἀφίσταται Αἰσχύλ. Χο. 54· σέβας τὸ πρὸς θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 396· μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, Διὸς σέβας, σεβασμὸς πρὸς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 645· μετὰ γεν. τοῦ ὑποκειμ., πάγος ἄρειος, ἐν δὲ τῷ σέβας ἀστῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 600· οὕτως, εἴ περ ἴσχει Ζεὺς ἔτ’ ἐξ ἐμοῦ σέβας Σοφ. Ἀντ. 304. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., τὸ ἀντικείμενον τοῦ σεβασμοῦ, ἁγιότης, μεγαλοπρέπεια, μεγαλεῖον, ἱερὸν πρᾶγμα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 84, 776· σέβας ἐμπόρων, ἐπὶ λόφου τινὸς ἀνεγερθέντος εἰς τιμὴν νεκροῦ καὶ χρησιμεύοντος εἰς τοὺς ἐμπόρους ὡς σημεῖον τῆς ὁδοῦ ἢ τῆς χώρας, Εὐρ. Ἄλκ. 1000· - ἐντεῦθεν ὡς περίφρασις προσώπων, ὦ μητρὸς ἐμᾶς σέβας Αἰσχύλ. Πρ. 1091· σέβας κηρύκων, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 515· σέβας ὦ δέσποτ’ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 157, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 633· Πειθοῦς σέβας Αἰσχύλ. Εὐμ. 885· τοκέων σέβας αὐτόθι 545· Ζηνὸς σέβας Σοφ. Φιλ. 1289· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, σέβας μηρῶν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 135· χειρὸς Εὐρ. Ἱππ. 335· σέβας ἀρρήτων ἱερῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 302· πρβλ. Πόρσέβας εἰς Εὐρ. Μήδ. 750· οὕτω παρὰ τῷ Σαιξπ. λέγεται «my scepter’s awe». 2) ἀντικείμενον θαυμασμοῦ, θαῦμα, σέβας πᾶσιν ἰδέσθαι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 10· θεοῖς σέβας ἄφθιτον Χρησμ. παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 68· πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 685, ἔνθα ὁ Ὀρέστης λέγεται:πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας· Ἥλιε, ... Θρῃξὶ πρέσβιστον σέβας (κατὰ τὸν Bothe καὶ Λοβέκ. ἀντὶ τοῦ σέλας) ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 523· οὕτω καὶ ἐπὶ τιμῆς ἀποδοθείσης εἰς τινα, ὡς ἐδόθησαν εἰς τὸν Ὀδυσσέα τὰ ὅπλα τοῦ Ἀχιλλέως, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 402. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέβας· τιμή, θαῦμα. θάμβος, ἔκπληξις. αἰδώς».

Middle Liddell

only in nom., acc., and voc. sg.] σέβομαι
I. reverential awe, a feeling of awe, Hom., etc.:—generally, reverence, worship, Trag.; c. gen. objecti, Διὸς σέβας reverence for Jove, Aesch.
II. the object of awe, holiness, majesty, Eur.: periphrasis for persons, ς. κηρύκων, i. e. Hermes, Aesch.
2. an object of wonder, a wonder, Hhymn., Soph.: an honour conferred on one, as the arms of Achilles on Ulysses, Soph.

English (Woodhouse)

honor, honour, regard, respect, reverence, sacredness, sanctity, worship, object of awe, object of respect, object of reverence, object of veneration

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σέβομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σέβω.

Translations

respect

Albanian: respekt; Amharic: ክብር; Arabic: اِحْتِرَام‎; Egyptian Arabic: احترام‎; Gulf Arabic: احترام‎; Armenian: հարգանք; Avar: хӏурмат; Azerbaijani: hörmət, sayğı, ehtiram, xətir; Bashkir: хөрмәт, ихтирам; Belarusian: павага, паважанне, пашана; Bengali: সম্মান; Breton: doujañs; Bulgarian: уважение; Burmese: ရိုသေ, အရိုအသေ; Catalan: respecte; Chinese Mandarin: 尊重, 尊敬; Czech: respekt, úcta; Danish: respekt; Dutch: respect, achting, eerbied; Esperanto: respekto, respektemo, altestimo; Estonian: lugupidamine; Finnish: kunnioitus; French: respect; Friulian: rispiet; Galician: respecto; Georgian: პატივისცემა; German: Achtung, Respekt; Greek: σεβασμός; Ancient Greek: αἴδεσις, αἰδώς, ἐντροπή, ἐπιτιμία, θεραπεία, θεραπηΐη, καταλογή, σέβας, φιλοτιμία, φιλοτιμίη; Hebrew: כָּבוֹד‎; Hindi: सम्मान, आदर; Hungarian: tisztelet, elismerés, megbecsülés; Icelandic: virðing; Indonesian: hormat; Irish: meas, urraim, oirmhidin, ómós; Italian: rispetto; Japanese: 尊敬, 崇敬, 尊重, 重視; Kazakh: құрмет, қадір, сый; Khmer: ការ​គោរព, គារវៈ; Korean: 존중(尊重), 경의(敬意); Kurdish Central Kurdish: ڕێز‎; Kyrgyz: кадыр, кадырдоо, сый; Ladin: respet; Latgalian: cīns; Latin: respectus, observantia, reverentia; Latvian: cieņa; Lithuanian: pagarba; Macedonian: почит, респект; Malay: hormat, adab; Maltese: rispett; Maori: kauanuanu, whakaute; Marathi: आदर; Mongolian: хүндэтгэл; Norwegian Bokmål: respekt; Nynorsk: respekt; Occitan: respècte; Old Javanese: sĕmbah; Pashto: احترام‎; Persian: احترام‎, ادب‎; Plautdietsch: Acht; Polish: respekt, szacunek, estyma, poważanie, uważanie, atencja, atentacja; Portuguese: respeito; Romanian: respect; Russian: уважение, почтение; Samoan: āva; Sanskrit: आदर, सम्मान; Scottish Gaelic: onair, urram, suim; Serbo-Croatian Cyrillic: поштовање; Roman: poštovánje; Sicilian: rispettu; Slovak: rešpekt, úcta; Slovene: spoštovanje; Spanish: respeto; Swahili: adabu; Swedish: respekt, aktning; Tabasaran: гьюрмат; Tagalog: paggalang; Tajik: эҳтиром, ҳурмат, иззат, адаб; Tamil: மதிப்பு; Tatar: хөрмәт, ихтирам; Telugu: గౌరవం; Tetum: respeitu; Thai: ความเคารพ; Tongan: fakaʻapaʻapa; Turkish: saygı, hürmet; Turkmen: hormat; Ukrainian: повага, поважання, пошана; Urdu: آدر‎, احترام‎; Uyghur: ھۆرمەت‎, ئىززەت‎; Uzbek: hurmat, izzat, ehtirom; Vietnamese: sự tôn trọng; Welsh: parch; Westrobothnian: lydn, lidn, stäv; Zazaki: hurmet, adab, semen

shame

Aklanon: huya'; Albanian: turp; Arabic: خَجَل‎; Aragonese: vergüenya; Armenian: ամոթ, խայտառակություն; Aromanian: arushini; Assamese: লাজ; Asturian: vergoña, vergüeña, vergüenza, virgüenza, vergonza; Azerbaijani: abır, ayıb, utanc; Bashkir: оят; Belarusian: сорам, стыд; Bengali: লজ্জা, শরম; Bikol Central: supog; Bulgarian: срам, свян; Catalan: vergonya; Chechen: эхь; Chinese Mandarin: 羞辱, 羞恥, 羞耻, 恥辱, 耻辱; Corsican: vargogna; Crimean Tatar: ayıp; Czech: stud, hanba; Danish: skam; Dutch: schaamte, schande; Emilian: vargåggna; Esperanto: honto; Estonian: häbi; Fala: vergonza; Finnish: häpeä; French: honte; Friulian: vergonze, vergonge; Galician: vergoña, vergonza; Georgian: სირცხვილი; German: Scham, Schande; Gothic: 𐌹𐌳𐍅𐌴𐌹𐍄, 𐌰𐌹𐍅𐌹𐍃𐌺𐌹; Greek: ντροπή; Ancient Greek: αἰδώς, αἴδως, αἶσχος, αἰσχύνη, αἰσχυντηλία, ἀσχημόνησις, ἀσχημοσύνη, ἐντροπή, ἐντροπίη, κατήφεια, ὄνειδος, σέβας; Hebrew: בּוּשָׁה‎; Hindi: शर्म, लज्जा; Hungarian: szégyen; Icelandic: háðung, skömm; Ido: shamo; Indonesian: malu; Ingush: эхь; Irish: náire; Istriot: varguogna; Italian: vergogna; Japanese: 恥, 羞恥心, 面汚し; Javanese: isin; Kazakh: ұят; Khmer: ខ្មាស, អាស្រូវ, ហិរិ, លជ្ជាភាព; Korean: 수치; Kurdish Central Kurdish: عەیب‎, شەرم‎, شوورەیی‎; Northern Kurdish: şerm, eyb; Kyrgyz: уят; Latgalian: kauns; Latin: pudor; Latvian: kauns; Lezgi: айиб; Lingala: nsóni; Macedonian: срам; Maori: ngaringariā, whakamā, aniutanga, māteatea; Mirandese: bergonha, bargonha; Mongolian Cyrillic: ичгүүр; Mongolian: ᠢᠴᠢᠭᠦᠷᠢ; Nahuatl: pinauia; Neapolitan: scuorno; Norwegian: skam; Occitan: vergonha; Old Church Slavonic Cyrillic: срамъ, сти̑д; Glagolitic: ⱄⱃⰰⰿⱏ; Old East Slavic: соромъ; Old English: sċamu; Old Javanese: isin; Ossetian: ӕфсӕрм; Pashto: شرم‎; Persian: شرم‎; Plautdietsch: Schaund; Polish: wstyd, hańba, sromota; Portuguese: vergonha; Romanian: rușine; Russian: стыд, срам, позор; Sanskrit: लज्जा; Sardinian: bergugna, bregúngia, birgonza, bregunza, brigunza, frigonza, vilgonza, bilgonza; Serbo-Croatian Cyrillic: сра̑м; Roman: srȃm, stȋd; Sichuan Yi: ꎲ; Sicilian: virgogna, vrigogna, vriogna, vivrogna, briogna, russura; Slovak: stud, hanba; Slovene: sram; Spanish: vergüenza, acholo; Swahili: aibu; Swedish: skam; Tagalog: hiya; Tajik: шарм; Tamil: வெட்கம்; Tatar: оят; Telugu: సిగ్గు; Tetum: moe; Thai: ความละอายใจ; Tocharian B: kwīpe, yase; Turkish: utanç, ayıp; Turkmen: utanç, uýat; Ugaritic: 𐎁𐎅𐎘; Ukrainian: сором, ганьба, стид; Urdu: شرم‎; Uyghur: نومۇس‎, ئۇيات‎; Uzbek:, nomus, uyat, sharm; Venetian: vargogna; Vietnamese: sự xấu hổ, sự thẹn, sự ngượng, sự hổ thẹn; Yagnobi: шарм; Zazaki: şerm, eyv, eib, ar