γερουσιακός
From LSJ
Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an
English (LSJ)
ά, όν,
A of or belonging to the senate, χρήματα CIG3080 (Teos).
Greek (Liddell-Scott)
γερουσιακός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τῆς γερουσίας ἢ ἀνήκων εἰς αὐτήν, χρήματα Συλλ. Ἐπιγρ. 3080.