διαστασιάζω

Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A form into separate factions, πάντας Arist.Pol.1303b26; τοὺς ἐποίκους . . πρὸς τοὺς εὐπόρους ib.1306a3; τὸ πλῆθος, τὴν πόλιν, J.BJ1.11.5, Plu.Cam.36; set at variance, σῶμα καὶ ψυχήν J. BJ3.8.5.    II to be at variance, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους, Plb. 1.82.4, etc.; τινί D.C.54.17; τοῖς ἀληθέσι Iamb.Myst.9.4: abs., ib. 4.9.

German (Pape)

[Seite 603] 1) gegen einander aufwiegeln; τινὰ πρός τινα, Arist. Polit. 5, 4; τὴν πόλιν, Plut. Coriol. 36; vgl. Rom. 23. – 2) in Uneinigkeit leben, πρὸς σφᾶς, unter sich, Pol. 1, 82, 4; vgl. 2, 18, 8 u. a. Sp.; τινί, D. C. 54, 17.

Greek (Liddell-Scott)

διαστᾰσιάζω: διαιρῶ εἰς χωριστὰς φατρίας, πάντας Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 2· τοὺς ἐποίκους… πρὸς τοὺς εὐπόρους αὐτόθι 5. 6, 8. ΙΙ. εὑρίσκομαι ἐν διαφωνίᾳ, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 1. 82, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 54. 17.

French (Bailly abrégé)

être en désaccord, en dissension.
Étymologie: διά, στασιάζω.