διαστασιάζω

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστᾰσῐάζω Medium diacritics: διαστασιάζω Low diacritics: διαστασιάζω Capitals: ΔΙΑΣΤΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: diastasiázō Transliteration B: diastasiazō Transliteration C: diastasiazo Beta Code: diastasia/zw

English (LSJ)

A form into separate factions, πάντας Arist.Pol.1303b26; τοὺς ἐποίκους… πρὸς τοὺς εὐπόρους ib.1306a3; τὸ πλῆθος, τὴν πόλιν, J.BJ1.11.5, Plu.Cam.36; set at variance, σῶμα καὶ ψυχήν J. BJ3.8.5.
II to be at variance, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους, Plb. 1.82.4, etc.; τινί D.C.54.17; τοῖς ἀληθέσι Iamb.Myst.9.4: abs., ib. 4.9.

Spanish (DGE)

I tr. c. ac. plu. o sg. colect. dividir en bandos, sembrar la discordia en o entre, enfrentar διεστασίασεν αὐτοὺς πρὸς τοὺς εὐπόρους Arist.Pol.1306a3, πάντας Arist.Pol.1303b26, τὸ πλῆθος I.BI 1.228, τὴν πόλιν D.H.11.37, Plu.Cam.36, Μακεδόνας Plu.Alex.51, cf. Rom.23, τοὺς ἥρως ref. Homero y Demóstenes, Luc.Dem.Enc.4, τὰ περὶ τὴν πρεσβείαν ... διεστασίασεν ἡμᾶς Synes.Ep.95 (p.161)
abs. οἱ ἐπὶ τῆς Ἄφρων χώρας διαστασιάζοντες Eus.VC 1.45.2
disociar τί τὰ φίλτατα διαστασιάζομεν, σῶμα καὶ ψυχήν; ¿por qué disociamos dos cosas que tanto se quieren, cuerpo y alma? I.BI 3.362.
II intr.
1 reñir, enemistarse, enfrentarse c. πρός y ac. οἱ δὲ Γαλάται ... διαστασιάσαντες πρὸς σφᾶς los galos divididos entre ellos Plb.2.18.8, cf. 1.82.4, πρὸς ἀλλήλους Plb.4.53.7, πρὸς ὑμᾶς D.H.6.50, (πρὸς ἄλληλα) Iambl.Myst.4.9, (ἀδελφός) διαστασιάζει πρὸς ἀδελφόν Basil.Gent.4, πρὸς Θηβαίους S.OC argumen.1.23
c. dat. Βαθύλλῳ D.C.54.17.5, τοῖς ἀληθέσι τἀναντία πέφυκε διαστασιάζειν la verdad siempre está en contradicción con lo que es opuesto a ella Iambl.Myst.9.4.
2 en v. med.-pas. dividirse en facciones διαστασιασθέντων τῶν δυνατῶν I.BI 1.218.
3 en v. med. sublevarse διεστασιάζετο δὲ πρὸς τὸν Ἰωάννην ἡ δύναμις I.BI 4.566.

German (Pape)

[Seite 603] 1) gegen einander aufwiegeln; τινὰ πρός τινα, Arist. Polit. 5, 4; τὴν πόλιν, Plut. Coriol. 36; vgl. Rom. 23. – 2) in Uneinigkeit leben, πρὸς σφᾶς, unter sich, Pol. 1, 82, 4; vgl. 2, 18, 8 u. a. Sp.; τινί, D. C. 54, 17.

French (Bailly abrégé)

être en désaccord, en dissension.
Étymologie: διά, στασιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-στασιάζω met acc. opruien:. διεστασίασεν αὐτοὺς πρὸς τοὺς εὐπόρους hij zette hen op tegen de rijken Aristot. Pol. 1306a3. intrans. in onmin leven:. μέγιστον ἐν τῇ πόλιν δυνάμενοι διεστασίαζον (Alcibiades en Nicias) hadden de meeste macht in de stad en leefden in voortdurend conflict Plut. Arist. 7.4.

Russian (Dvoretsky)

διαστᾰσιάζω:
1 возбуждать, восстанавливать (τινὰς πρός τινας Arst.); склонять к восстанию или к отпадению (τοὺς Σαβίνους Plut.);
2 быть в раздоре, не ладить (πρὸς ἀλλήλους Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

διαστᾰσιάζω: διαιρῶ εἰς χωριστὰς φατρίας, πάντας Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 2· τοὺς ἐποίκους… πρὸς τοὺς εὐπόρους αὐτόθι 5. 6, 8. ΙΙ. εὑρίσκομαι ἐν διαφωνίᾳ, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 1. 82, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 54. 17.

Greek Monolingual

διαστασιάζω (Α)
1. διαιρώ σε χωριστές ομάδες, φατρίες, τάξεις
2. διαφωνώ με κάποιον.

Greek Monotonic

διαστᾰσιάζω: διαιρώ σε χωριστές φατρίες, εξεγείρω κάποιον, σε Αριστ.

Middle Liddell

to form into separate factions, Arist.