διορκισμός
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English (LSJ)
ὁ,
A assurance on oath, Plb.16.26.6.
Greek (Liddell-Scott)
διορκισμός: ὁ, ἔνορκος διαβεβαίωσις, Πολύβ. 16. 26, 6.
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
Full diacritics: διορκισμός | Medium diacritics: διορκισμός | Low diacritics: διορκισμός | Capitals: ΔΙΟΡΚΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: diorkismós | Transliteration B: diorkismos | Transliteration C: diorkismos | Beta Code: diorkismo/s |
ὁ,
A assurance on oath, Plb.16.26.6.
διορκισμός: ὁ, ἔνορκος διαβεβαίωσις, Πολύβ. 16. 26, 6.