ές,
A twice dead, Od.12.22.
[Seite 642] ές, zweimal sterbend, Od. 12, 22, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl.
δισθανής: -ές, δὶς ἀποθανών, Ὀδ. Μ. 22.
ής, ές :qui meurt deux fois.Étymologie: δίς, θνῄσκω.