δύσθεος
English (LSJ)
ον,
A godless, ungodly. A.Ag.1590, Ch.46 (lyr.); ὦ δ. μίσημα S.El.289. 2 miserable, wretched, μισθὸς εὐσεβίης AJA17.170 (Cyrene, written δύσθιον).
German (Pape)
[Seite 681] gottlos, Aesch. Ch. 46 u. öfter; gottverhaßt, μίσημα, Soph. El. 281.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθεος: -ον, ὡς τὸ ἄθεος, ἄνευ θεοῦ, ἀσεβής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1590, Χο. 46, κτλ.· δ. μίσημα, πρᾶγμα μισητὸν εἰς τοὺς θεούς, Σοφ. Ἠλ. 289.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impie.
Étymologie: δυσ-, θεός.