ἐναλαζονεύομαι
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
German (Pape)
[Seite 826] dabei großprahlen, Schol. Thuc. 6, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναλαζονεύομαι: Ἀποθ., ἀλαζονεύομαι ἔν τινι, κομπάζω, μεγαλαυχῶ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 12.